- μικροκαρπία
- μικρο-καρπία, ἡ,A bearing of small fruit, Thphr. CP6.18.8, Str.2.1.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μικροκαρπία — μικροκαρπίᾱ , μικροκαρπία bearing of small fruit fem nom/voc/acc dual μικροκαρπίᾱ , μικροκαρπία bearing of small fruit fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκαρπίᾳ — μικροκαρπίᾱͅ , μικροκαρπία bearing of small fruit fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μικροκαρπία — μικροκαρπία, ἡ (Α) [μικρόκαρπος] (για τα φυτά) η παραγωγή μικρών καρπών … Dictionary of Greek